πικρόχολος

πικρόχολος
πικρόχολος, ον,
A full of bitter bile, bilious, opp.

μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34

, cf. 61, Aret.SA 1.5 ;

π. χυμός Gal.6.247

: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικρόχολος — full of bitter bile masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρόχολος — η, ο / πικρόχολος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός 2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια») μσν. αρχ. χολώδης, χολερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πικρόχολος — η, ο 1. στρυφνός, αυτός που θυμώνει εύκολα, κακοπροαίρετος: Πικρόχολος άνθρωπος αυτός ο υπάλληλος. 2. αυτός που προέρχεται από κακή διάθεση, ο δύσκολος, ο δυσάρεστος, ο κακός: Πικρόχολα λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρόχολον — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem acc sg πικρόχολος full of bitter bile neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλοις — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλοισι — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλοισιν — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλου — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλους — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλων — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροχόλῳ — πικρόχολος full of bitter bile masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”